NEW MODEL ARMY- “From here”

NEW MODEL ARMY- “From here”




Justin Sullivan and co retuned to form, of the highest level with their previous album ‘Winter’. Their new effort was conceived and recorded in a small island in Norway but the Brexit and the turbulence of the English society are all around this moody album. The pace has gone down to various songs. Sullivan has become more introspective and the isolation of the recording facility has its impact. On the other hand we have on of the songs we call instant classic in the from of “Where I am” a song about self preservation and self definition in our days of mass and fast consuming.

The feeling changes from the mesmerizing, slow paced “Passing through”, “Never arriving, “The weather” to the more modern punkish “End of days” till we reach the first big moment of the album the “The great disguise”, where Sullivan speaks freely and shamelessly …”last man standing, that’s the game I play the best…”. The ecology/self search “Conversation” gives a more than welcome emotionally charged break and we come to the masterpiece, the piece de resistance of the album στο κόσμημα του άλμπουμ το “Where I am” the song that put all the MBA ers and the financial analysts and psychologists to rest, in their rotten society of numbers and artificial problems. Believe in yourself and accept the reality, without been dragged to the consumers corner. The lyrics that could save the whole 00 generation «And everybody wants to be somewhere else, everybody wants to be someone else». But the band has more to say in the heavy guitar oriented “Watch and learn” and the magnificent “Maps” where the major question “if the end justifies the means “ raises its ugly head, but NMA decide they prefer to sail on the ship of fools. The more spacey
‘setting sun” will travel us away and the final song “From here” will have Sullivan sing “I’m the master of nothing…never wanted to leave a mark”. The anger and frustration for today, settles down by the end of the day and starts the contemplation of yesterday’s mistakes and the expectation of tomorrow.

8,5

Χρυσόστομος ΤσαπραΪλης- «Παγανιστικές δοξασίες της Θεσσαλικής επαρχίας» (Αντίποδες)


Χρυσόστομος ΤσαπραΪλης- «Παγανιστικές δοξασίες της Θεσσαλικής επαρχίας» (Αντίποδες) 





  Την δεκαετία του 90, είχα την τύχη  (ή ατυχία) να περάσω ένα χρόνο από τη ζωή μου στη Λάρισα. Η θητεία μου στο Υγειονομικό, με άφησε με μια φοβία για τα στάγιερ που φόρτωνα με ξυλοκιβώτια επί ένα εξάμηνο και ένα θαυμασμό για τις καταιγίδες που τον Αύγουστο κατέβαιναν με τη μορφή σύννεφου από τα βουνά και γέμιζαν τη μονάδα με χαλάζι σε μέγεθος πέτρας. Η Θεσσαλία αλλά και η Ελληνική επαρχία γενικότερα, για όσους προλάβαμε παππούδες και γιαγιάδες, είναι γεμάτοι με αναφορές σε γέρους και γριές που μένουν σε απόμερα σημεία των χωριών και μελετάνε τη Σολομωνική, για κοπέλες και παλικάρια που χάθηκαν, πνίγηκαν, για δοξασίες που ακουμπάνε στα χρόνια των χθόνιων θεών, πολύ πριν ο Χριστιανισμός εξισώσει τις φοβίες όλων μας, στον κοινό Θεό.

  Διαβάζοντας το βιβλίο του ΤσαπραΪλη κατάλαβα δύο πράγματα. Το πρώτο ότι αν και γλωσσικά, είναι πλούσιο σε σημείο να θυμίζει περικοκλάδα που σφίγγει τον αναγνώστη, καθώς θέλει να τρέξει την ιστορία, από την άλλη είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα, διακριτικά επιλεγμένων λέξεων, που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα, μυστηρίου φόβου απέναντι στο άγνωστο, το χθόνιο. Αυτό που όλοι γνωρίζουμε ο,τι βρίσκεται στον απαγορευμένο κήπο του παλιού αρχοντικού, αλλά κανείς δεν θέλει να συναντήσει. Το δεύτερο, ότι η μυθοπλασία του ακόμη και όταν τοποθετείται στα αστικά περιβάλλοντα των Θεσσαλικών πόλεων, δεν παύει να είναι μια μίξη του ονειρικού της Ζυράνας Ζατέλη, με το «τρομακτικό» του Λόβκραφτ, περασμένα από την γραφίδα ενός ταλαντούχου συγγραφέα, που τον φαντάζομαι να γράφει ακούγοντας Νορβηγικό black metal  και βρετανικό progressive rock των 70ς. Μια πρόσθετη παρατήρηση που προέκυψε από την σκέψη, μετά την ανάγνωση του βιβλίου, είναι πόσο δυνατές είναι οι «παγανιστικές» προχριστιανικές δοξασίες στην λαϊκή κουλτούρα, ακόμη και 2000 χρόνια μετά την δυναμική παρέμβαση του Χριστιανισμού, στον κοινωνικό βίο των Ελλήνων.

  Το βιβλίο χωρίζεται  αντί κεφαλαίων, ανα γεωγραφικές περιοχές, Βλαχοχώρια, Καραγκουνοχώρια, Δρακοχώρια, Οι πόλεις του Κάμπου, Αργιθέα και σε κάθε περιοχή νιώθεις τη σκιά του δάσους και τον Δράκοντα, που σέρνεται στα πόδια σου, μέσα στις σκιές. Λάμιες, μάγισσες, τάματα, αυτοκτονίες, τρελοί που μιλάνε στα πνεύματα και τα ξωτικά, μια μυθολογία που είναι τόσο γνώριμη στο DNA  του Έλληνα και συνάμα τόσο χαμένη, λόγω της αστικοποίησης που οδήγησε σε ύφεση της έκφρασης του ή λόγω της επιμιξίας του για αρκετούς με μύθους από την Αγγλοσαξονική και Σκανδιναβική παράδοση. Ο Χ.Τ δεν περιφρονεί τίποτα, από την πιο μικρή λεπτομέρεια, θα ξεκινήσει μια ιστορία, φανταστική, όπως όλο το βιβλίο, αλλά τόσο αληθοφανή που θα σε κάνει να σκεφτείς να περπατήσεις το βράδυ ακόμη και στην ίδια την Αθήνα. Αρμονικά εναρμονισμένο με την ιστορία του τόπου, ταξιδεύει ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες, στην ομιχλώδη εκείνη περίοδο μετά την απελευθέρωση και πριν την αστικοποίηση των μετεμφυλιακών χώρων. Το φανταστικό είναι τόσο γήινο και καθημερινό, που σε κάνει να αμφιβάλλεις για την ίδια σου τη φύση και να βλέπεις δρόμους και πόρτες που γνώριζες μέχρι χθες, με άλλο μάτι.

  Αν κάτι πραγματικά θαύμασα, πέραν της πρωτοτυπίας του συγγραφέα, είναι η δημιουργία μιας μυθολογίας τρόμου, αστικής και συνάμα βουκολικής, με τα ίδια υλικά που περιστοιχίζουν τις εκδρομές μας στις πεδιάδες και τα βουνά της Θεσσαλίας. Αυτή η τρομο λαγνεία του κοινότυπου μεταφέρει το βιβλίο σε μια μυθική διάσταση, που ο αναγνώστης αμφιβάλει για τα θέσφατα και αλλάζει άποψη για όσα θεωρούσε σταθερές της καθημερινής ζωής του, τουλάχιστον αν κατοικείς στην περιοχή. Αλαφροΐσκιωτοι και στοιχειωμένοι, θα κάνουν το ταξίδι στην Αργιθέα και θα απολαύσουν ένα από τα ωραιότερα βιβλία, αναφορικά με τον φόβο ,τις δοξασίες ,το αλλόκοτο και το τρομακτικό, σε μια εποχή που η μητέρα φύση τρομάζει όλο και λιγότερο, τα παιδιά της πόλης που ζουν κλεισμένα σε μικρά δωμάτια, με τεχνητό φως, παρέα με οθόνες υπολογιστών. Μια συγγραφική προσπάθεια που προτείνω ανεπιφύλακτα σε κάθε φίλο της λογοτεχνίας του τρόμου αλλά και της Γοτθικής σχολής στην «Βλάχικη» (sic) έκδοση της.

Ακούγεται συνοδεία των δύο πρώτων άλμπουμ των MERCYFYL FATE

BADD KHARMA-"On fire"

BADD KHARMA-"On fire" (ROAR)


A Greek melodic heavy rock band, isn't such a unique spectacle,the last two decades. A good Greek melodic heavy rock band,well this is something we don't find easily, in these days of internet search. BADD KHARMA are the product of gathering of some well known players in the Greek metal scene.Among them the well known and beloved by everyone for his musical and medical abilities Dr Manolis Tsigkos. The man is a machine of high level/class productivity,both in his musical and medical life.What we all love him for,is that he knows to choose well his team mates.Medical speaking, he has helped a family member with his excellent team (you can call me bias..i don t give a fuck). 
Musically speaking, i was as usual a bit hesitant reading all these great reviews. Then i listened to the album and i admitted easily, that BAD KHARMA are definitely the band we were looking for. Great twin guitar work,especially in my personal favorite "Break free", straight in your face songs like 'Still unbroken" , "Never surrender" and  "Rise or fall" , yet melodic  like "On the edge" and  'L.E.A"an 80s style ballad that gives you the shakes. BADD KHARMA have their musical roots in DOKKEN, EUROPE, THIN LIZZY, RIOT, DIO, RAINBOW and Y&T. With songs that  are well structured and right on the spot, they re aiming for those who like their hard rock ballsy and strong,with a touch of sentiment like a drop of water to a good malt whiskey ,less than 20 years old. Mature musicians, doing what they really like. This album could be huge in the late 80s. 
So since 2020 is a really Bad Karma year, make yourself a favor and change it by listening to BADD KHARMA.
7.5

THE OUTLAWS- "Dixie highway"

THE OUTLAWS- "Dixie highway"



As with most of the long time going Southern Rock bands, OUTLAWS are missing more than few of their original members. Their heydays are long gone but Henry Paul still got it, on how to write a decent song. From the opening song "Southern rock will never die" till the closing "Macon memories" you can name check SKYNYRD, ALLMAN and most of the Southern tradition. So in our days of countrified Southern rock, albums like "Dixie highway" work as painkillers to take the blues of Nashville away and bring back the lovin sound of the triple guitar attack and the howling refrains. "Dixie Highway" is an old song, that has already released under the Ron Keel /IRON HORSE moniker as a collaboration at the vocals department and a bit more metalic. This version leans more to the Southern Rock side and keep the spirit of the open road alive and kickin. A more than decent album with songs that could stand along every classic OUTLAW anthem, songs like "One night from Athens", "Dixie highway" and "Lonesome boy from Dixie". Proud to be a Southerner, hope OUTLAWS will carry on for some more time till they re gone in the hurry sundown.


7

Μίροσλαβ Πένκοφ - Ανατολικά της δύσης (Εκδ. Αντίποδες)


Μίροσλαβ Πένκοφ - Ανατολικά της δύσης (Εκδ. Αντίποδες)



Μια εκρηκτική μίξη  Μυριβήλη, Καραγάτση, Κουστουρίτσα , Καζάν σε μια συλλογή  διηγημάτων, που αναδύουν έντονα το άρωμα, την ιστορία και την ένταση των Βαλκανίων σε κάθε λέξη τους.



Τα Βαλκάνια φιλοξενούν λαούς παραδοσιακά νικητές στις Βαλκανικές, ενδοοικογενειακές διαμάχες: Έλληνες, Σέρβους. Λαούς που δυνάστευσαν τα Βαλκάνια: Τούρκους και λαούς που επέλεξαν μόνιμα τη λάθος πλευρά στις αναμετρήσεις και η ιστορία τους «τιμώρησε» για αυτό, όπως είναι οι Βούλγαροι. Όμως όλοι οι Βαλκανικοί λαοί, ενώνονται από το ίδιο χώμα, το ίδιο νερό, το αίμα που έχει ποτίσει τη γη, τις θρησκείες που τους χώρισαν, τον πόλεμο που τους ωρίμασε, τα Εθνικά πάθη που τους δίχασαν, τη φτώχεια, τη μετανάστευση και το μίσος για τους υποκριτές πολιτικούς που τους ένωσε.

Χρόνια τώρα μαθαίνουμε την ιστορία από την πλευρά των Ελλήνων, μαθαίνουμε για τους Μακεδονικούς αγώνες, τον Παύλο Μελά, τους κακούς Τούρκους και τους ακόμη χειρότερους κομιταζήδες. Διαβάζουμε τον Μυριβήλη να γράφει για τους Βαλκανικούς και νιώθουμε δέος, για τους Μακεδονομάχους. Ο Πένκοφ με το εναρκτήριο διήγημά του, το Μακεδονία, μας βάζει σε ένα άλλο ιστορικό σύμπαν. Μια ιστορία αγάπης, έρωτα, σε μεγάλη ηλικία, που θυμίζει το  L amour   του Χαινέκε, με ιστορική διάσταση, που στοιχειώνει τον Έλληνα και τον Βαλκάνιο αναγνώστη, προκαλώντας  θέσφατα και απόψεις με τις οποίες  έχουμε γαλουχηθεί επί χρόνια.

Η δυναμική του Πένκοφ διαφαίνεται στην έλλειψη κάθε ίχνους εθνικισμού. Ο ήρωάς του ζητά τη λύτρωση από τον χρόνο, από την προσωπική δειλία, πολεμώντας έναν από χρόνια χαμένο αντίπαλο για την καρδιά της γυναίκας του. Αδυνατώντας να συμβουλεύσει την κόρη του, που βιώνει τον χωρισμό της, ακροβατεί ανάμεσα στο παρελθόν και τον χαμένο αντίπαλο ,το παρόν και τη γυναίκα του που χάνεται στην άβυσσο της άνοιας. Η σύγκρουση των κομιτατζήδων με τους Τούρκους σε ευθύ παραλληλισμό, με τον άνδρα που αρνείται τις ευθύνες του, μένει πίσω να προστατεύει τη μητέρα και το σπίτι του, αρνείται τον παραδοσιακό ρόλο του νεκρού ήρωα για αυτόν του ζωντανού «δειλού». Η γυναίκα του μήλο της έριδος σε ένα πόλεμο, που έχει χαθεί  χρόνια μαζί με τον αντίπαλό του, στο πεδίο μιας μάχης που ταπείνωσε τη Βουλγαρία. Η Μακεδονία, τόπος αγώνα, τόπος διεκδίκησης, τόπος ανάμνησης, για μια ζωή που χάθηκε και κερδήθηκε στο πεδίο των μαχών, αλλά και στο πεδίο του έρωτα.

Η πτώση του Ζίβκοφ και του ΚΚΒ, αποτελεί ακόμα ένα ορόσημο στη ζωή του σύγχρονου Βούλγαρου. Η αλλαγή από το Σοβιετικού τύπου κράτους σε μια άναρχη δημοκρατία, απασχολεί τον Πένκοφ σε επόμενα διηγήματα, είτε με τρόπο  κωμικοτραγικό, μέσα από τα μάτια ενός νεολαίου που ο πεσιμισμός, η άρνηση της κατάστασης τον οδηγεί μαζί με τον φίλο του να απεμπολήσουν κάθε ίχνος ταυτότητας ακόμη και τα ονόματά τους, για χάρη ψευδωνύμων, σε μια ζωή, που το σήμερα γίνεται ο βασιλιάς. Το εφήμερο, αντικαθιστά την ενατένιση του μέλλοντος, η κλοπή τη δουλειά και τη δημιουργία, ο φόβος για το αύριο, καθιστά το σήμερα αντικείμενο συναλλαγών. Η διάλυση της παλιάς τάξης του ΚΚΒ οδηγεί σε μια αναρχική δημοκρατία, με τον ελεύθερο πλέον πολίτη, σε μια διαρκή αναζήτηση του καλύτερου, να ακούει την κάθε σειρήνα του δυτικού τύπου κοινοβουλευτισμού. Οι παραδόσεις συνθλίβονται από το παρόν, που πατά στα μίζερα πόδια της επιβίωσης με κάθε μέσο και της άρνησης του παρελθόντος, σαν ιδεολογική πατερίτσα, σε κόσμους δίχως κανένα άλλο έρεισμα παρά την λαγνεία και λατρεία του χρήματος.

Η μετανάστευση κοινός τόπος των Βαλκανικών λαών, με τη μορφή, της νοσταλγίας, του νόστου για τη μητέρα πατρίδα ή της επιστροφής σε αυτή, για τη γιατρειά, αποτελεί μια ακόμη κυρίαρχη ιδέα στα διηγήματα του νεαρού Βούλγαρου, μετανάστη και αυτού για σπουδές. Το παρελθόν πληγώνει τη νέα γενιά, τη συντρίβει σαν μηλόπετρα. Στο «Αγοράζοντας τον Λένιν», ο διεθνισμός συναντά την οικογενειακή παράδοση, σε μια προσπάθεια να γεφυρώσουν το χάσμα που προκαλεί μια μετανάστευση στη χώρα της επιτυχίας, στις Η.Π.Α. Ο φόβος της μοναξιάς, οδηγεί σε επανεκτίμηση των αξιών, από τον εγγονό, που έχει αναζητήσει τον εαυτό του στη νέα χώρα, τη νέα γλώσσα αλλά και τον παππού, που έχει οχυρωθεί πίσω από το κομμουνιστικό του παρελθόν, το φόβο της αλλαγής και αρνείται ότι η κοινωνία και οι άνθρωποι εξελίσσονται. Η γλώσσα του αίματος, θα λυθεί από τη μοναξιά και η απόσταση θα γεφυρώσει δύο γενιές που δεν βρίσκουν το θάρρος να απεμπολήσουν το παρελθόν που τις στοιχειώνει για χάρη ενός καλύτερου μέλλοντος. Αντίστοιχα στη «Φωτογραφία με την Γιούκι», η πατρίδα, οι παραδόσεις, οι τσιγγάνοι, η οικογένεια θα γίνουν ο λόγος επιστροφής από το Σικάγο, στη Βουλγαρία και συνειδητοποίησης από ένα νεαρό ζευγάρι ενός Βούλγαρου και μιας Γιαπωνέζας, της αξίας της ζωής, της ανοχής και της λύσης των συνδέσμων με τη ζωή. Ο θάνατος ενός νεαρού τσιγγάνου σε ατύχημα ή από τον πατέρα του, θα φέρει το ζευγάρι αντιμέτωπο με την οικογένεια, τα έθιμα μιας φυλής που ζούσε πάντα στο περιθώριο των τσιγγάνων αλλά και με τους ίδιους τους εαυτούς και τα θέλω τους. Η υπέρβαση του ορίου της ανθρώπινης επαφής, η ζωντάνια των τσιγγάνων, το Βαλκανικό ταπεραμέντο τα μαντζούνια και η σοφία των ηλικιωμένων θα κάμψουν τις δυτικού τύπου αντιστάσεις και αποστάσεις της γιαπωνέζας, θα ρίξουν τις άμυνες του δυτικού κόσμου, μυώντας τους στον ανθρωπιστικό περίγυρο του Βαλκάνιου.
 
Στις Η.Π.Α θα λάβει χώρα και το «νυχτερινός ορίζοντας» μια ακόμη ελεγεία στον μετανάστη, που η ζωή ξεπερνά.  Στην οικογένεια που διαλύεται από τις οικονομικές δυσκολίες. Στους δασκάλους που θα αλλάξουν με την επαφή τους με τη χώρα της αφθονίας. Ο άντρας θα παραμείνει ονειροπόλος προσπαθώντας να κρατήσει κομμάτι της παράδοσης ζωντανό στη κόρη του, που νιώθει πλέον περισσότερο Αμερικανίδα. Η πρώην γυναίκα του με τον νυν Βούλγαρο, σύζυγο της και γιατρό, θα ανταλλάξει την ταυτότητά της για στήθη σιλικόνης και την ευμάρεια του Αμερικάνικου ονείρου, οικτίροντας τον πρώην σύζυγό της, που παραμένει προσκολλημένος στις παραδόσεις της παλιάς πατρίδας. Ένας τυφώνας θα φέρει αυτόν, τον αμερικανό φίλο του και την κόρη του, αντιμέτωπους με τα στοιχεία της φύσης αλλά και την ανάγκη τους για επικοινωνία, πέρα και μακριά από τις παραδόσεις και τους φόβους της παλιάς και της νέας πατρίδας.

Σε ένα από τα πιο σκληρά διηγήματα του βιβλίου, το γράμμα, η εναλλαγή των γενεών, τα λάθη και οι συνέπειες, θα σκιαγραφήσουν μια ιστορία κοινωνικού δράματος, σε μια χώρα που τα πάντα και κύρια οι γυναίκες είναι προς πώληση. Ο κύκλος της κόρης που θα ακολουθήσει τα βήματα της μητέρας, που έχει απαρνηθεί ως πρόσωπο αλλά και ως συμπεριφορά θα είναι ταυτόχρονα μια ιστορία της Βουλγαρίας, που ξεπουλά τον εαυτό της από το Σοβιετικό πατερούλη στον  Άγγλο/Δυτικό χρηματοδότη, για να πετύχει να επιζήσει, υπό όρους και εξάρτηση.

Στο «Ανατολικά της δύσης» ο Κουστουρίτσα συναντά τον Σεπουλβέδα σε ένα διήγημα, γεμάτο Βαλκανικές παραδόσεις αλλά και τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και την πτώση του τείχους, που συντρίβουν ζωές και οικογένειες που χωρίζει ως άλλο τοίχος του Βερολίνο ένα ποτάμι Σέρβους και Βούλγαρους. Τα φυσικά σύνορα καταπατώνται κάθε βράδυ από ερωτευμένους και λαθρέμπορους, αλλά η κοινή  γιορτή μια φορά το χρόνο, τα κοινά έθιμα, η γλώσσα με μικρές παραλλαγές, δείχνουν ότι τα σύνορα είναι τεχνητά. Ο θάνατος ενώνει, η Δύση με τα αγαθά της παρασύρει σαν σειρήνα, το παλιό καθεστώς καταρρέει και θάβει στα συντρίμμια του ήρωες και εργάτες. Ο «μύτης» σπάει τις αλυσίδες που τον κρατούν δέσμιο στην παλιά πατρίδα, αναζητά τον έρωτα και την αποδοχή, που φοβήθηκε για χρόνια να κυνηγήσει και καταλήγει ξένος σε μια ξένη χώρα, σε ένα Βαλκανικό παραλήρημα, λέξεων, χρωμάτων, συναισθημάτων, που μόνο ο Κουστουρίτσα θα μπορούσε να οπτικοποιήσει.

Διηγήματα βγαλμένα από το χώμα των Βαλκανίων, γεμάτα αίμα, αγάπη, θυμό, οργή, χαμόγελα. Ακόμα και όταν ο Βούλγαρος φτάσει στις Η.Π.Α ακόμα και αν αλλάξει το όνομά του, παραμένει Βαλκάνιος, ζωντανός, φιλικός, καχύποπτος, θερμόαιμος, τίμιος, επαναστάτης  αλλά πάνω από όλα άνθρωπος. Ο Μυριβήλης, συναντά τον Άντριτς και γράφουν το σενάριο για την επόμενη ταινία του Κουστουρίτσα, με επιρροές από Καζάν, με θέμα τη Βουλγαρία. Γνώριμοι ήρωες, γνώριμα τοπία,  γνώριμες συμπεριφορές, μέσα από τα μάτια ενός γείτονα, που για χρόνια ήταν εχθρός, αλλά εδώ είναι το μεγαλείο της λογοτεχνίας. Αποδεικνύεται τόσο όμοιος με εμάς, τόσο ανθρώπινος και ο Πένκοφ, τόσο δυνατός συγγραφέας. Φορτισμένο συναισθηματικά, γνώριμο, εθιστικό, ένα καλογραμμένο Βαλκανικό μυθιστόρημα. Θα συγκινήσει τον καθένα από εμάς, που κοιτά με τα μάτια της ψυχής.

Διαβάζεται με συνοδεία τα Waterboys- Fisherman blues k Johnny Cash American recordings  III

Whiskey Myers- “Whiskey Myers”

Whiskey Myers- “Whiskey Myers”




For a lot of people, Southern rock is as obsolete as it is the turntables in the modern music listening. But for a strong part of the rock community, especially those who were born before the 90s, Southern rock even infused with country, as it is common in our days, is a sign of musical vitality and health. WHISKEY MYERS are a band that came out of nowhere, Palestine ,Texas actually and today are already in their fifth album. We don’t expect nothing innovative, but we find the essence of the Southern rock genre. Good honest songs, based on whiskey soaked vocals, great guitars and a swinging rhythm section. In a way their closer to the rock part then the other two big names of our days, BLACKBERRY SMOKE and BLACKSTONE CHERRY. They keep a minor part of country in their sound and, the blues element, but their definitely more in the MKII LYNYRD SKYNYRD sound. With songs like ‘Bad weather”, “Bury my bones”, the heart aching “Califonia to Caroline”, the greasy rocker “Gasoline”, the “Hammer’ a song where generations meet over a swinging hammer and a love song and the opening and belief defining “Die rockin” they’ re the southern rebels for the Sons of Anarchy generation. But long hair and long solos are all over this album, so we don’t bother to ask for more, simple music for simple men.



7,5

Beth Hart- “War in my mind”

Beth Hart- “War in my mind”




When blues goddess Beth Hart decides to release a new album we wait breathless for the outcome. As usual or most of the times she delivers a heartbreaking album, that demands your attention and pay you back with emotional turmoil of the highest degree. Laid back and listen to this album, letting your tars and fears go through the listening. Beth Hart has won the title of the top female blues singer of the 21st century merely with the body of her work and less with the collaborations with stars like Joe Bonamassa. Her new album is a perfect example on how to lay the blues in the 21st century and talk to people who are living their life through a cell phone screen. Direct, immense, holistic, blues driven she delivers a real good album to carry you away with the passionate voice and performance and in our days of plastic TV idols, it can be more than enough.


7,5

Moby- Porcelain: Μια αυτοβιογραφία (Ροπή)

  Moby- Porcelain: Μια αυτοβιογραφία (Ροπή) Οι μ...

Δημοφιλή/ Popular